ΜΥΘΟΙ, ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
ΜΥΘΟΙ, ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ:
Μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση της Γραμματικής μέσα από τη Μυθολογία και τα Παραμύθια από τον συνάδελφο Νίκο Κοτρώτσιο τον οποίο ευχαριστούμε πολύ!
Όνομα:…………………………………………………………………………………………………..
Στον μύθο που ακολουθεί μεταφέρω τα ρήματα στον Παρατατικό και τον Αόριστο
Η ΠΙΤΥΣ
Τραγοπόδης, τραγογένης με ζαρωμένη μύτη, δυο κέρατα και μια ουρά τέτοιος ………………………( είμαι /Παρατατικός ) ο Παν, ο περίεργος αυτός θεός των βουνών και των ζώων.
Κατοικία του ……………………….. (έχω/ Παρατατικός ) όλη τη φύση. …………………….. ( Προτιμώ/ Παρατατικός ) όμως τα πιο άγρια μέρη, τις σπηλιές ή τα βράχια ή τα πυκνά δάση που τον …………………………… (κρύβω/ Παρατατικός ) πίσω από την πλούσια φυλλωσιά τους.
………………………….. (Αγαπώ/ Παρατατικός ) τα ζώα και τους απλούς ανθρώπους. Του …………………………… (αρέσει/Παρατατικός) να κάνει αστεία. Ιδιαίτερα τον ……………………………. ( διασκεδάζω/ Παρατατικός ) όταν ………………………………. (μένω/ Παρατατικός ) κρυμμένος και …………………………. (βγάζω/ Παρατατικός ) παράξενες φωνές για να τρομάζει τα ζώα. Αυτό ……………………( είμαι /Παρατατικός ) το μόνο κακό που ……………………….. (κάνω/Παρατατικός ) ο Παν. Κατά τα άλλα ήταν πάντα καλόβολος και έτοιμος να βοηθήσει. Με τις Νύμφες ήταν ο καλύτερος σύντροφος. ……………………………… (Μοιράζομαι / Παρατατικός ) τα παιχνίδια τους, …………………………. (χορεύω/ Παρατατικός ) τους χορούς τους και για κείνες ……………………………….. ( παίζω/ Παρατατικός ) στη φλογέρα του τα πιο όμορφα τραγούδια. Τον αγαπούσαν οι Νύμφες μ΄ όλη του την ασχήμια γιατί ……………………… ( έχω/ Παρατατικός ) πάντα κέφι για γλέντι και χορό.
Μια Νύμφη των βουνών, Πίτυ την ……………….. ( λέγω/ Παρατατικός ) του φάνηκε πως ……………………………………… (ξεχωρίζω/ Παρατατικός ) ανάμεσα στις άλλες για τη χάρη και την ομορφιά της. ……………………………. (Σκέφτομαι/ Παρατατικός ) να της πει για την αγάπη του. Μια μέρα λοιπόν της ……………………. ( λέω/ Αόριστος) για την αγάπη του. Ήταν μόνοι , μα εκείνη …………………………… ( κοιτάζω / Αόριστος) τρομαγμένη γύρω της και τον ……………………………… (τραβώ/ Αόριστος) να κρυφτούν πιο βαθιά στα δέντρα.
-Και εγώ σ΄ αγαπώ του ………………………….. (λέω/ Αόριστος) κρυφά μα φοβάμαι…
-Τι φοβάσαι, εγώ είμαι ο θεός Παν ! και η φωνή του Πάνα ………………………….. (ακούγομαι/ Αόριστος) σα σάλπιγγα. Μα η Πίτυς του ……………………… (φράζω/ Αόριστος) το στόμα με το χέρι της.
-Φοβάμαι τον Βορέα, είπε λαχταριστά. Μ΄ αγαπά και αυτός, μα είναι άγριος, σκληρός! Δεν τον θέλω! Εσένα αγαπώ! Μα εκείνος είπε πως αν αγαπήσω άλλον θα με σκοτώσει…
– Σε φυλάγω εγώ! ………………………………. (καυχιέμαι/ Αόριστος) ο Παν. Μη φοβάσαι κανέναν! Και την ………………………… (παίρνω/ Αόριστος) στην αγκαλιά του.
Μα η Πίτυς ……………………………… (πετάγομαι/ Αόριστος) από κοντά του.
Νάτος ! Νάτος!……………………….. (φωνάζω/ Αόριστος). Από τη γη …………………………….. (σηκώνομαι/ Αόριστος) μερικά ξερά φύλλα , ένα σούσουρο ανήσυχο ………………………………….. (περνώ/ Αόριστος) στις κορυφές των δέντρων και ξαφνικά ……………………………… (ξεσπάω/ Αόριστος) άνεμος φοβερός. Σαν τα φύλλα μια δύναμη αόρατη …………………………… (αρπάζω/ Αόριστος) την Πίτυ, όπως αρπάζει ο αέρας τον ανθό της μυγδαλιάς, τη ………………………………….(στριφογυρίζω/ Αόριστος) και την παρέσυρε.
Πίσω………………………..(τρέχω/ Αόριστος) ο Παν, μα ο Βορέας ήταν πιο γρήγορος. Την ………………………….. (φέρνω/ Αόριστος) ως την άκρη του γκρεμού και με ένα τελευταίο δυνατό φύσημα την ……………………… (πετάω/ Αόριστος) στο κενό.
…………………………………… (Ουρλιάζω/Αόριστος) από πόνο ο Παν. ………………………. (Βλέπω/Αόριστος) τον σκληρό βράχο όπου θα σπαραζόταν.
-Γη ! Λυπήσου την ! ………………………………. (φωνάζω/Αόριστος)
Και η Γη τον ………………………… (ακούω/Αόριστος). …………………………………( Ανοίγω/Αόριστος) την αγκαλιά της, ……………………………… (δέχομαι/Αόριστος) την Πίτυ και την ………………………… (μεταμορφώνω/Αόριστος) σε δέντρο.
Σήμερα το δέντρο αυτό το λέμε πεύκο.
Φυτρώνει σε λαγκάδια και σε βουνά, σε βράχους και σε μοναξιές, όπου είναι τα αγαπημένα λημέρια του Πάνα.
Λάμπει στον ήλιο και φουντώνει και όταν περνά ο Πάνας, βουίζουν ΄λαφριά τα κλαριά του και σκύβουν να τον αγκαλιάσουν…
ΤΕΛΟΣ
————————————————————————————————————————————
Όνομα:……………………………………………………………
Ο ΘΗΣΕΑΣ ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟ
Συμπληρώνω τα ρήματα των παρενθέσεων στον ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟ (ΠΡΙΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ!!)
Ο Θησέας ήταν (είναι) εγγονός του βασιλιά της Τροιζήνας του Πιτθέα, που ……………………… (πιστεύω) ότι ο εγγονός του θα τιμήσει τη γενιά του. Τον ………………………………. (βλέπω) και τον………………………….. (καμαρώνω). Και η Αίθρα, η μητέρα του Θησέα, το ίδιο ……………………………….. ( καμαρώνω )κι ας ……………………………….. (ανησυχώ) που η αγάπη του κινδύνου συχνά ……………………………….. (σπρώχνω ) τον γιο της στις πιο παράτολμες πράξεις.
……………………………….. (περνώ ) τα χρόνια και η Αίθρα ……………………………….. (καταλαβαίνω ) πως ……………………………….. ( πλησιάζω) η ώρα να του πει το μυστικό που το ……………………………….. ( κρατώ) κρυφό. …………………………… ( Ξέρω) πως σε λίγο θα τον αποχωριστεί και αυτό της ……………………………….. ( βαραίνω) την καρδιά ανυπόφορα.
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ ΜΕ ΑΟΡΙΣΤΟ
Όταν έκλεισε (κλείνω) τα δεκαέξι του χρόνια του ……………………………….. ( λέω):
-Παιδί μου είσαι ο γιος του Αιγέα, του βασιλιά της Αθήνας. Όταν ήσουν μωρό ακόμα ……………………… ( γίνομαι) πόλεμος στην Αθήνα. Ο Αιγέας ήταν δυνατός μα δε ……………………………….. ( θέλω) να σ’ εκθέσει στους κινδύνους του πολέμου. Γι’ αυτό μας ……………………………….. ( παίρνω) και μας ………………………………………. (φέρνω) στην Τροιζήνα. Πριν γυρίσει στην Αθήνα μου ……………………………….. ( λέω): «Θα πάω να αγωνιστώ για την κληρονομιά του γιου μας. Φύλαξέ τον εδώ όσο είναι μικρός. Άμα όμως αντρωθεί να μου τον στείλεις στην Αθήνα.» ……………………………….. ( Ξεζώνω) το σπαθί του και ………………………… ( λύνω) τα χρυσά του πέδιλα.
-«Αυτά θα του τα δώσεις, για να τον γνωρίσω όπου και να τον δω.»
Δε μου τα ……………………………….. ( δίνω) όμως. Τ’ …………………… ( ακουμπώ) κάτω ……………………………….. (αγκαλιάζω) έναν μεγάλο βράχο και τον ……………………………….. ( κυλώ) πάνω στο σπαθί του και τα πέδιλα.
-« Έτσι δε θα τα βρει άλλος», ……………………………….. ( λέω) « μόνο ο γιος μου και μόνο αν είναι αντάξιος στη δύναμη με τον πατέρα του». Τούτος είναι ο βράχος παιδί μου και εκεί από κάτω βρίσκονται ακόμα το σπαθί και τα πέδιλα του γονιού σου. Όταν δυναμώσεις και μπορέσεις να τον κυλήσεις, θα είσαι άξιος για να πας στην Αθήνα στου πατέρα σου το παλάτι. Ο Θησέας ………………………….. (κοιτάζω) τον βράχο.
-Όταν δυναμώσω… ………………………….. (μουρμουρίζω).
………………………….(Δίνω) έναν πήδο ………………………….. (αγκαλιάζω) τον βράχο, ………………………….. (στερεώνω) γερά τα πόδια του και μ’ έναν σκόρτσο τον ………………………….. (κατρακυλώ) παραπέρα. Στο χώμα ………………………….. (αστράφτω) το σπαθί και τα πέδιλα. ………………………….. (Γονατίζω) και το ………………………….. (σηκώνω) ευλαβικά. …………………………. (Φοράω) τα πέδιλα στα γυμνά του πόδια και το σπαθί το …………………………. (ζώνω) σφιχτά στη μέση του. Έπειτα ………………………….. (γυρίζω) στην Αίθρα.
-Έχε γεια, μητέρα ………………………….. (λέω), φεύγω για την Αθήνα.
Η Αίθρα……………………….( τρομάζω).
-Όχι, έτσι ………………………….. (φωνάζω), ο δρόμος είναι επικίνδυνος , γεμάτος ληστές , θεριά, κακούργους.
-Ο Ηρακλής από αυτόν τον δρόμο δεν ………………………….. (περνάω); ………………………….. (ρωτάω) ο Θησέας.
-Ο Ηρακλής είναι ένας, ………………………….. (απαντάω) η Αίθρα με αγωνία.
-Κι εγώ ένας, ………………………….(λέω) περήφανα ο Θησέας και μέσα στον κίνδυνο θα μάθω. Έχε γεια, μάνα …
ΟΥΦ!!! Κουράστηκα! ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ!
———————————————————————————————————————————–
Όνομα:……………………………………………………………….…………………………
Μεταφέρω τα ρήματα των παρενθέσεων στον χρόνο που πρέπει :
Οι δρόμοι τότε ήταν πολύ επικίνδυνοι για όσους …………………………….. ( ταξιδεύω/ Παρατατικός). Από τη μια πόλη στην άλλη τα μονοπάτια………………………… ( περνώ/ Παρατατικός) από ερημιές, όπου ληστές και φονιάδες ……………………………….……….. ( παραμονεύω/ Παρατατικός) τους διαβάτες να τους σκοτώσουν και να τους γδύσουν απ’ ό,τι είχαν μαζί τους. Το ήξερε αυτό ο Θησέας που …………………………….. (θέλω/ Παρατατικός) να αναμετρήσει ο ίδιος τη δύναμή του προτού φτάσει στον πατέρα του. Με γρήγορο σίγουρο βήμα …………………… ( παίρνω/ Αόριστος) τον δρόμο για την Αθήνα. Πριν όμως φτάσει στην Επίδαυρο. Τον …………………………… ( περιμένω/ Παρατατικός) ο ληστής Περιφήτης. Πελώριος, τριχωτός με απλωμένα τα δυο πόδια …………………………… ( κλείνω/ Παρατατικός) όλο τον δρόμο και …………………………….. ( χαμογελώ/ Μετοχή)…………………………….. (βλέπω/ Παρατατικός) το νέο παιδί που …………………………….. ( ζυγώνω/ Παρατατικός). Ο Θησέας τον …………………………….. ( αναμετρώ/ Αόριστος) από μακριά. Το βήμα του δε …………………………….. ( διστάζω/ Αόριστος) μα η γοργή του ματιά …………………………….. ( παρατηρώ/ Αόριστος) τα βαριά πόδια , τους σκληρούς μυς , τον χοντρό λαιμό και τους κυρτούς του ώμους. Εσύ έχεις τη δύναμη, μα εγώ έχω την απόφαση να νικήσω …………………………….. ( σκέφτομαι/ Αόριστος) και η καρδιά του …………………………….. ( φτερουγίζω/ Αόριστος). « Να ‘ χα κι εγώ ένα ρόπαλο»…………………………….. ( σκέφτομαι/ Αόριστος) πάλι. « Το σπαθί μου είναι κοντό». Το ελαφρύ του βήμα τον είχε φέρει κιόλας κοντά στον ληστή. Αυτός……………………………….. ( σηκώνω/ Αόριστος) το ρόπαλο και μ’ ορμή το ……………………………..( κατεβάζω/ Αόριστος) πάνω στο νέο, μα ο Θησέας ευκίνητος καθώς ήταν……………………………………. ( αποφεύγω/ Αόριστος) το ρόπαλο κι ………………………………………..( αρπάζω/ Αόριστος) τον ληστή από τη μέση. Στον έρημο δρόμο…………………….. ( αρχίζω/ Αόριστος) πάλη άγρια.
Ο Περιφήτης δε ………………………………( γελάω/ Παρατατικός) πια ………………………… ( αγκομαχώ/ Παρατατικός). ……………………………..( προσπαθώ/ Μετοχή) να ξεκολλήσει από πάνω του τον Θησέα ……………………….( αφήνω/ Αόριστος) το ρόπαλο και……………………….( πιάνω/ Αόριστος) τον Θησέα από τον λαιμό. Όμως ……………………….( παραπατάω/ Αόριστος) και ……………………….( πέφτω/ Αόριστος) κάτω με τον Θησέα πάντα σφιγμένο πάνω του. Το μάτι του Θησέα όμως ……………………….( βλέπω/ Αόριστος) το ρόπαλο εκεί κοντά.
Μονομιάς ……………………….( ελευθερώνομαι/ Αόριστος) από τα χέρια του Περιφήτη και ……………………….( βρίσκομαι/ Αόριστος) όρθιος με το ρόπαλο στα χέρια. Το ……………………….( στριφογυρίζω/ Αόριστος) στον αέρα και μ’ ορμή το ……………………….( κατεβάζω/ Αόριστος) στο κεφάλι του ληστή . Έτσι ……………………….( νικάω/ Αόριστος) ο Θησέας τον πρώτο του εχθρό και έτσι ……………………….( βρίσκω/ Αόριστος) και το όπλο, που τόσο τον ……………………….( βοηθάω/ Αόριστος) στους κατοπινούς αγώνες του.
Με το ρόπαλο στον ώμο ……………………….( μπαίνω/ Αόριστος) στην Επίδαυρο, όπου όλοι τον ……………………….( υποδέχομαι/ Αόριστος) σαν ήρωα και σαν ελευθερωτή. Μα δε ……………………….( μένω/ Αόριστος), ……………………….( βιάζομαι/ Παρατατικός) να φτάσει στην Αθήνα. ……………………….( Περνάω/ Αόριστος) από την Τίρυνθα, το Άργος και τις Μυκήνες, ……………………….….(ξεκαθαρίζω/ Μετοχή) τον δρόμο από διάφορους μικροληστές. Παντού ……………………….( ακούω/ Παρατατικός) να του λένε να φυλάγεται από τον Ισθμό της Κορίνθου. Εκεί, στο στενό πέρασμα , ……………………….( παραμονεύω/ Παρατατικός) ο περίφημος Σίνης, ο Πιτυοκάμπτης όπως τον ……………………….( λέω/ Παρατατικός). Αυτός, θηρίο στο μπόι και στη δύναμη ……………………….( πιάνω/ Παρατατικός)…
Η συνέχεια στο ΕΠΟΜΕΝΟ …
———————————————————————————————————————————–
(ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ: Αφού συμπληρωθούν τα ρήματα να διαβαστεί το κείμενο μία ΜΟΝΟ ΦΟΡΑ)
Όνομα:……………………………………………………………….…………………………
Μεταφέρω τα ρήματα των παρενθέσεων στον χρόνο που πρέπει :
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ
Ο Σίνης , θηρίο στο μπόι και στη δύναμη ……………………….( πιάνω/ Παρατατικός) δυο πεύκα θεόρατα, τα ……………………….( γέρνω/ Παρατατικός) στη γη και ……………………….( προστάζω/ Παρατατικός) τους διαβάτες να κάνουν το ίδιο. Όταν δεν τα ……………………….( καταφέρνω/ Παρατατικός) τους ……………………….( δένω/ Παρατατικός) από το ένα πόδι σε κάθε γερμένη κορφή και ………………….
( αφήνω/ Παρατατικός) τα δέντρα να ξανασηκωθούν ……………………….( σχίζω/Μετοχή) έτσι στα δυο τον άτυχο διαβάτη.
-Να περάσεις με βάρκα από τη θάλασσα τον ……………………….( συμβουλεύω/ Παρατατικός), κανείς πεζός δεν περνά τον Ισθμό…
– Ίσως περάσω εγώ, ……………………….( σκέφτομαι/ Αόριστος) ο Θησέας και ……………………….( αποφασίζω/ Αόριστος) να μην αλλάξει πορεία.
Από μακριά ……………………….( αγναντεύω/ Αόριστος)τον Σίνη να ταράζει τα πεύκα σα να ήταν φτερά, και ……………………….( ξεχωρίζω/ Αόριστος)στα κλαριά απομεινάρια από τα κορμιά των δυστυχισμένων που είχε σκοτώσει. Οργή μεγάλη τον ………………..………….( πλημμυρίζω/ Αόριστος) στη φρικτή αυτή θέα και ……………………………..(βιάζομαι/ Αόριστος) να φτάσει πιο γρήγορα. ………………….………….( Αρπάζω/ Αόριστος) τα δυο πεύκα τα ……………………….(λυγίζω/ Αόριστος) ως τη γη και ……………………….( κρατώ/ Μετοχή) τα κάτω ……………………….(φωνάζω/ Αόριστος):
-Σειρά σου τώρα, Σίνη, να σε σκίσουν και σένα τα δέντρα σου.
……………………….( Ορμάω/ Αόριστος) ο γίγαντας πάνω του και για πολλή ώρα ……………………….( παλεύω/ Παρατατικός) οι δυο δυνατοί άντρες. Στο τέλος όμως ο Θησέας ……………………….( δένω/ Αόριστος) τον Σίνη στα δέντρα και όταν ……………………….( περνάω/ Αόριστος)τον Ισθμό τα πεύκα που τον φύλαγαν είχαν για τελευταία φορά κάνει το φονικό τους.
Σα λυτρωτή πια τον ……………………….( δέχομαι/ Παρατατικός) παντού και σε όποια πόλη ……………………….( μπαίνω/ Παρατατικός) τον ……………………….( τιμώ/ Παρατατικός) και τον ……………………….( ευγνωμονώ/ Παρατατικός) που τους είχε σώσει από τον Σίνη. Οι περιπέτειες, όμως του Θησέα δεν είχαν ακόμα τελειώσει. ……………………….( Βγαίνω/ Μετοχή) από την Κόρινθο σε ένα φοβερό μέρος που ……………………….( λέγομαι/ Παρατατικός) Κακιά Σκάλα …………………………………….( παραμονεύω/ Παρατατικός) ένας άλλος τρομερός κακούργος, ο Σκείρωνας. Με το ρόπαλο στον ώμο ……………………….( παίρνω/ Αόριστος) πάλι τον δρόμο του ο Θησέας. Το μονοπάτι ……………………….( γίνομαι/ Παρατατικός) τραχύ, ……………………….( περνώ/ Μετοχή) πάνω από γυμνούς βράχους, δίπλα σε ρεματιές απότομες, γύρω από φαράγγια. ……………………….( Στέκομαι/ Αόριστος) ο Θησέας και ………………………………… ( κοιτάζω/ Αόριστος) ολόγυρα. Πίσω του ……………………………….( σηκώνομαι/ Παρατατικός) ολόγυμνη η πέτρα, μπροστά του ……………………….( πέφτω/ Παρατατικός) ο γκρεμός και κάτω η θάλασσα ……………………….( αστράφτω/ Παρατατικός) σκληρή, εχθρική … Ο ήλιος ……………………….( χτυπάω/ Παρατατικός) αλύπητα τα βράχια και ………………………….( βγάζω/ Παρατατικός) σπίθες από κάθε γωνία.
-Εδώ κάπου θα είναι ο Σκείρωνας, ……………………….( σκέφτομαι/ Αόριστος) ο Θησέας . Και σαν απάντηση στον λογισμό του ……………………….( ακούω/ Αόριστος) από ψηλά ένα άχαρο γέλιο κοροϊδευτικό.
-Έλα , ξένε , να σου πλύνω τα πόδια ……………………….( ουρλιάζω/ Αόριστος) μια φωνή. Το ήξερε ο Θησέας ότι μ’ αυτά τα λόγια ο ληστής ο Σκείρωνας …
ΟΥΦ!!! Κουράστηκα πάλι! Ατελείωτες αυτές οι περιπέτειες του Θησέα!
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ…
———————————————————————————————————————————–
(ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ: Αφού συμπληρώσουν ΣΩΣΤΑ τα ρήματα να σας διαβάσουν το κείμενο ΜΙΑ ΜΟΝΟ ΦΟΡΑ)
Όνομα:……………………………………………………………….…………………………
Μεταφέρω τα ρήματα των παρενθέσεων στον κατάλληλο χρόνο :
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ
-Έλα , ξένε , να σου πλύνω τα πόδια ……………………….( ουρλιάζω/ Αόριστος) μια φωνή. Το ήξερε ο Θησέας ότι μ’ αυτά τα λόγια ο ληστής ο Σκείρωνας……………………….( γκρεμίζω/ Παρατατικός) όλους τους αθώους διαβάτες από τον βράχο στη θάλασσα, και μέσα του ……………………….( αρχίζω/ Παρατατικός) να βράζει ο θυμός. ……………………….( Σκαλώνω/ Μετοχή) με χέρια και με πόδια ……………………….( αναρριχώμαι/ Αόριστος) ως την κορφή όπου …………………………….(στέκομαι/ Παρατατικός) ο Σκείρωνας και ……………………….( χύνομαι/ Αόριστος) κατά πάνω του. ……………………….( Χτυπιέμαι/ Παρατατικός) οι δυο άντρες ……………………….( παλεύω/ Παρατατικός) με λύσσα μα κανένας δεν ……………………….( καταφέρνω/ Παρατατικός) να καταπονέσει τον άλλον. Ο Θησέας ……………………….( καταλαβαίνω/ Αόριστος) πως τούτος ήταν ο πιο δυνατός εχθρός που είχε ως τώρα συναντήσει. Μια στιγμή ……………………….( καταφέρνω/ Αόριστος) να του ξεφύγει Το ρόπαλό του ……………………….( βουίζω/ Αόριστος) στον αέρα και ……………………….( βρίσκω/ Αόριστος) το Σκείρωνα κατάστηθα. Αυτός ……………………….( χάνω/ Αόριστος) την ισορροπία του και ……………………….(γκρεμίζομαι / Αόριστος) στο κενό. Ο Θησέας ……………………………….
( κοιτάζω/ Αόριστος) πάλι γύρω του. Του ……………………….( φαίνομαι/ Αόριστος) η φύση μερωμένη. Ο ήλιος ……………………….( γελάω/ Παρατατικός) η θάλασσα ……………………….( παίζω/ Παρατατικός) κοντά στον γιαλό και μες στις χαραματιές του γυμνού βράχου πρώτη φορά είδε πως λίγα φύλλα ………………………………….…….
( πρασινίζω/ Παρατατικός) κι ένα λουλουδάκι δειλά ……………………….( σηκώνω/ Παρατατικός) το κεφάλι. Ένα αεράκι ……………………….( δροσίζω/ Αόριστος) το μέτωπό του και τη σκληρή πέτρα. Ο Σκείρωνας είχε χαθεί, μόνο η θύμησή του ……………………….( μένω/ Παρατατικός)πια για να δώσει τ’ όνομά του στο επικίνδυνο εκείνο πέρασμα*. Όμως η αγριάδα, η αδικία είχαν σβήσει και ο Θησέας με ελαφριά καρδιά ……………………….( κατεβαίνω/ Αόριστος) την κοιλάδα. ……………………….( Ζυγώνω/ Παρατατικός) πια στη Αθήνα ο Θησέας.
Σε μια κορφή του Αιγάλεω ……………………….( σταματάω/ Αόριστος) και ……………………….( κοιτάζω/ Αόριστος) τα σπιτάκια μαζεμένα μέσα στα Κεκρόπεια τείχη που ……………………….( ζώνω/ Παρατατικός) την Ακρόπολη. Ακόμα όμως τον ……………………….( χωρίζω/ Παρατατικός) ο Κηφισός από τη λαχτάρα του. Και στον
*Σκείρωνίδες Πέτρες, σήμερα λέγονται και Κακιά Σκάλα
Κηφισό τον ……………………….( περιμένω/ Αόριστος) άλλη μια, η τελευταία πια
δοκιμασία. Ο ληστής Πολυπήμων ή Προκρούστης όπως τον ……………………….( λέω/ Παρατατικός), ……………………….( σταματώ/ Παρατατικός) όσους ……………………….( δοκιμάζω/ Παρατατικός) να μπουν στην Αθήνα, και θέλανε – δε θέλανε , τους ……………………….( ξαπλώνω/ Παρατατικός) στο ξύλινο κρεβάτι του. Αν ήταν μακρύτεροι τους ……………………….( κόβω/ Παρατατικός) κεφάλι και πόδια για να χωρέσουν στο κρεβάτι. Αν πάλι ήταν πιο κοντοί τους ……………………….( τραβώ/ Παρατατικός) από το κεφάλι και τα πόδια για να μακρύνουν όσο να τους ξεκάνει. Κι απ’ αυτόν τον κακούργο έπρεπε να περάσει ο Θησέας πριν μπει στην πόλη του.
Και ……………………….( περνώ/ Αόριστος)! Γιατί ……………………….( αναγκάζω/ Αόριστος) τον Προκρούστη να ξαπλώσει ο ίδιος στο κρεβάτι του και με το σπαθί του Αιγέα τον ……………………….( αποκεφαλίζω/ Αόριστος). Έτσι ……………………….( ξεπληρώνω / Αόριστος) με τη ζωή του ο φοβερός αυτός ληστής τους τόσους αδικοσκοτωμένους διαβάτες. Τώρα ήταν ανοιχτή πια η Αθήνα. ……………………………….( Περνώ/ Υπερσυντέλικος) από τον δρόμο της στεριάς τον ……………………………….( ξεκαθαρίζω/ Υπερσυντέλικος) από όλους τους κακούργους, ……………………………….( ελευθερώνω/ Υπερσυντέλικος) τους φιλήσυχους κατοίκους από την αδικία και τον φόβο, ήταν άξιος να μπει στο παλάτι των προγόνων του …
Κάπου εδώ τελειώνουν τα φυλλάδια με τις περιπέτειες του Θησέα. Τα υπόλοιπα κατορθώματά του σας είναι γνωστά ή περίπου γνωστά από την ιστορία. Ο Θησέας έκανε πολλά ηρωικά κατορθώματα και ΑΦΟΥ ΕΓΙΝΕ βασιλιάς της Αθήνας. Σήμερα υπάρχει στην Αθήνα περιοχή που φέρει το όνομά του, Θησείο λέγεται. Περισσότερες λεπτομέρειες για την κατοπινή ζωή του Θησέα σε εγκυκλοπαίδειες, βιβλιοπωλεία ή στο διαδίκτυο…
———————————————————————————————————————————–
Όνομα:…………………………………………………………………………………………………..
ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΠΟΥ ΚΟΙΤΑΖΟΥΝ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
Παρακολουθούσε τον ήλιο να βγαίνει από την ανατολή…
Στην ιστορία που ακολουθεί μεταφέρω τα ρήματα στον ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΧΡΟΝΟ
…………………………….( Ζω/ Παρατατικός) κάποτε στα βουνά των Σιου ένα μικρό αγόρι. Τα παιδιά του χωριού …………………………….( τριγυρνώ/ Παρατατικός) όλη μέρα στο δάσος, …………………………….( παίζω/ Παρατατικός) και ………………………… ( μαθαίνω/ Παρατατικός) να φτιάχνουν βέλη για τα τόξα τους. Μόνο το μικρό αγόρι δεν …………………………….(παίζω/ Παρατατικός) ποτέ ούτε……………………………. ( πηγαίνω/ Παρατατικός) μαζί τους στο δάσος. Μόλις ξημέρωνε ………………………… ( βγαίνω/ Παρατατικός) από τη σκηνή του και …………………………….( κάθομαι/ Παρατατικός) πάνω σ’ έναν βράχο. …………………………….( τραγουδώ/ Παρατατικός) ξένοιαστα και …………………………….( παρακολουθώ/ Παρατατικός) τον ήλιο να βγαίνει από την ανατολή, ν’ ανεβαίνει στον ουρανό και να γέρνει το βράδυ πίσω από το βουνό. Για την παράξενη αυτή αγάπη του οι άνθρωποι του χωριού του …………………………….( δίνω/ Αόριστος) το όνομα « Αυτός που κοιτάζει τον ήλιο». Μάταια τον …………………………….( παρακαλώ/ Παρατατικός) ο πατέρας του να πάει μαζί του να κυνηγήσουν βουβάλια. Η μάνα του μόλις τον βλέπει να φεύγει, τον …………………………….( συμβουλεύω/ Παρατατικός):
-Μην κοιτάζεις κατάματα τον ήλιο . Είναι δυνατός και άγριος, δε θέλει να τον βλέπει κανένας στο πρόσωπο. Κάποια μέρα …………………………….( θυμώνω/ Συνοπτικός Μέλλοντας ) και θα σου κάνει κακό…
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ …
———————————————————————————————————————————–
Η μάνα του παρακαλούσε το Μεγάλο Πνεύμα …
…ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ
Μεταφέρω τα ρήματα στον ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΧΡΟΝΟ …
Το παιδί όμως, πριν ξημερώσει …………………………….( πιάνω/ Παρατατικός) τη θέση του στον βράχο και …………………………….( αρχίζω/ Παρατατικός) το τραγούδι …………………………….( περιμένω/ μετοχή) να φανούν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου.…………………………….( Βγαίνω/ Παρατατικός) τότε η μάνα του, …………………………….( στρέφω/ Παρατατικός) το βλέμμα της προς το ψηλό βουνό και …………………………….( παρακαλώ/ Παρατατικός)το Μεγάλο Πνεύμα να βοηθήσει το παιδί της.
Το Μεγάλο Πνεύμα, όμως, εκείνο τον καιρό είχε άλλες σκοτούρες. Ένας άγριος πόλεμος …………………………….( ξεσπάω/ Υπερσυντέλικος) ανάμεσα σε δυο φυλές και δεν είχε καιρό να ασχοληθεί με το μικρό αγόρι.
Μέρα με την ημέρα , λοιπόν, το παιδί, …………………………….( βλέπω/ Παρατατικός) όλο και πιο θολά τον ήλιο, ώσπου …………………………….( χάνω/ Αόριστος) το φως του και …………………………….( βυθίζομαι/ Αόριστος) στο μαύρο σκοτάδι. Η μάνα του …………………………….( κλαίω/ Παρατατικός) και παρακαλούσε τον μάγο της φυλής να γιατρέψει το παιδί της.
Από το στόμα , όμως, του αγοριού δε …………………………….( βγαίνω/ Αόριστος) το παραμικρό παράπονο, δεν …………………………….( κυλώ/ Αόριστος) ούτε ένα δάκρυ.
Κάθε πρωί …………………………….( βγαίνω/ Παρατατικός) από τη σκηνή του και …………………………….( πηγαίνω/ Παρατατικός) στον βράχο. ……………………………. ( στρέφω/ Παρατατικός) το πρόσωπό του στον ήλιο και οι ζεστές ακτίνες του …………………………….( δείχνω/ Παρατατικός) τη θέση του ήλιου …
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ …
———————————————————————————————————————————–
Είχε φυτρώσει ένα κατακίτρινο ηλιοτρόπιο
…ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ
Μεταφέρω τα ρήματα στον ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΧΡΟΝΟ και τα ουσιαστικά στην ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΠΤΩΣΗ.
…………………………….( Περνώ/ Αόριστος) μέρες και ένα πρωί ………………………………… ( σταματώ/ Αόριστος) το τραγούδι. Η ψυχή του ήταν γεμάτη λύπη. Δεν …………………………….( αντέχω/ Παρατατικός) πια να ζει μέσα στο σκοτάδι. Σιγά σιγά έχανε …………………………….( η δύναμη/Αιτιατική Πληθυντικού) του , με δυσκολία …………………………….( βρίσκω/ Παρατατικός)…………………………….( η θέση/Αιτιατική Ενικού) του στον βράχο. Ένα βράδυ δε γύρισε στη σκηνή του. Οι δικοί του …………………………….( ανησυχώ/ Αόριστος). Βγήκαν στο μονοπάτι μ’ αναμμένα δαυλιά και.…………………………….( βρίσκω/ Αόριστος)το αγόρι ακουμπισμένο στον βράχο. Το πρόσωπό του ήταν …………………………….( γυρίζω/ Παθητική Μετοχή) στη δύση. Η ζωή του …………………………….( φεύγω/ Υπερσυντέλικος) μαζί με τις τελευταίες ακτίνες …………………………….( ήλιος/ Γενική Ενικού). Το έθαψαν στη ρίζα …………………………….(βράχος/ Γενική Ενικού). Την άλλη μέρα, όταν …………………………….( πηγαίνω/ Αόριστος) οι γονείς του στον τάφο του, βρήκαν …………………………….( φυτρώνω/ Παθητική Μετοχή)πάνω του ένα κατακίτρινο ηλιοτρόπιο. Και πράγμα παράξενο! Καθώς ανέβαινε στον ουρανό, το λουλούδι …………………………….( γυρίζω/ Παρατατικός) σιγά σιγά το κεφάλι του και …………………………….( παρακολουθώ/ Παρατατικός) τον φωτεινό δίσκο. Από τότε έτσι γίνεται πάντα. Τα ηλιοτρόπια στρέφουν τα λουλούδια τους και κοιτάζουν……………………. ( ήλιος/ Αιτιατική Ενικού). Χωρίς να καίγονται.Μόνο οι σπόροι τους μαυρίζουν, καθώς μεγαλώνουν και μεστώνουν…
ΤΕΛΟΣ
Από το βιβλίο της Λίτσας Ψαραύτη « Οι τελευταίοι ήρωες», εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
———————————————————————————————————————————–
Το πάθημα της αρκούδας
Α. Γράφω τα ρήματα στον κατάλληλο χρόνο και τα ουσιαστικά στην κατάλληλη πτώση
Β. Κάνω αναγνώριση των λέξεων που είναι γραμμένες με έντονα γράμματα. ( Η αναγνώριση θα γίνει μέσα στην παρένθεση).
Αναγνώριση λέξεων : Ουσιαστικά :γένος (αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο) και αριθμός
Ρήματα: φωνή, χρόνος
Πριν από πολλά χρόνια, όταν οι λευκοί άνθρωποι δεν (πατούν/Υπερσυντέλικος ) ……………………………………………….. ακόμα το πόδι τους στην Αμερική, όλα τα ζώα (ζουν/Παρατατικός ) ………………………………… ήσυχα και ειρηνικά. Μερικά ήταν ήμερα και εργατικά, κι άλλα πάλι τεμπέλιαζαν κι όλη μέρα( κάθονται / Παρατατικός) ……………………………………. στον ήλιο. Το πιο προκομμένο απ’ όλα ήταν η μέλισσα. Από το πρωί ως το βράδυ πετούσε από λουλούδι σε λουλούδι και (ρουφά/ Παρατατικό)
…………………………… το νέκταρ. Ύστερα γύριζε στη φωλιά της και (γεμίζει/Παρατατικός) ……………….………………………………….. ( η κερήθρα / Αιτιατική Πληθυντικού)……………………………………..…….. με μέλι. Η αρκούδα ήταν η μεγαλύτερη τεμπέλα. Έμενε ( ξαπλώνω/Παθητική Μετοχή )……………………………………..…….. και δεν το κουνούσε ως ( η στιγμή/ Αιτιατική Ενικού )………………………….. που η πείνα θέριζε τα σωθικά της. Άφηνε τότε (…………………………………………..………………..……………………) (η φωλιά / Αιτιατική Ενικού) ……………………………………της κι έβγαινε για να βρει φαγητό. ( Το ποτάμι / Ονομαστική Πληθυντικού ) …………………………………….. ήταν γεμάτα ψάρια και οι θάμνοι (λυγίζουν) ……………………… από τα βατόμουρα και τ’ αγριοκέρασα. Εκείνη όμως τεμπέλα καθώς ήταν βαριόταν να μπει μέσα (………………………………………………….) στο νερό και να πιάσει τις πέστροφες (…………………………………………………………………………………………………………………….) κι ούτε έμπαινε(…………………………… ……………………………………………)στον κόπο να σηκώσει τα μπροστινά της πόδια και να κόψει τα ώριμα φρούτα και τα βελανίδια(……………………………………. ……………………………………………………………….).
Προτιμούσε (………………………………………………………………………………………………………..) να κλέβει τους ξηρούς καρπούς που (μαζεύουν / Υπερσυντέλικος) ………………………………………………..…. τα ζώα στις φωλιές τους. Μια μέρα καθώς έψαχνε να βρει μυρμήγκια σ’ ένα σάπιο είδε ένα σμήνος μέλισσες να μπαινοβγαίνουν βιαστικές. Περίεργη καθώς ήταν έχωσε (………………………………………………………………… ……………………………………………………………..) το πόδι της στην τρύπα . Την ίδια στιγμή όμως το (τραβά/Αόριστος) ……….………………………………… γεμάτη σιχασιά. Το πόδι ήταν ( λερώνω/ Παθητική Μετοχή)……………………. μ’ ένα παχύ υγρό και κολλούσε. Προσπάθησε να το καθαρίσει με τη γλώσσα (……………………………………………………………………………………… ………………………….) της. Μμμ! Υπέροχα! (………………………………………………………………) Ποτέ (…………………………………………………………………………………) της δεν είχε γευτεί (…………….………………………………………………………………………………………..) μια τόσο γλυκιά λιχουδιά. Έβαζε και ξανάβαζε το πόδι της μέσα (………………………………………………………) στην τρύπα και κάθε φορά το ‘ γλειφε με απόλαυση. Αφού ( χορταίνει /Αόριστος) …………………………………………. καλά καλά, (φεύγει/Αόριστος) ……………………………………….. . Γύρισε στη φωλιά της και το ‘ριξε στον ύπνο. Ύστερα (………………………………………….. ………………………………) από κάμποσες ημέρες ξύπνησε πεινασμένη (………………………… ……………………………..). Είχε ακόμα στο στόμα της τη γεύση του μελιού (…………………… ……………………………………………………………………….……….) και χωρίς να χάσει καιρό πήρε τον δρόμο για το δέντρο. (Σκέφτεται / Παρατατικός)……………………………………….. τη γλύκα που την περίμενε και έτρεχαν ( το σάλιο / Ονομαστική Πληθυντικού) ………………………………… της. Έχωσε ανυπόμονη το πόδι της στην τρύπα κι έφαγε όσο μέλι (προλαβαίνουν /Υπερσυντέλικος) ……………………………………………… να φτιάξουν οι μέλισσες τις μέρες (……………………….………………………………………….. …………………………….) που εκείνη ( κοιμάται/Παρατατικός) ……………………………. στη φωλιά της.
Αυτό γινόταν γι’ αρκετό καιρό . Η αρκούδα έκλεβε το μέλι και οι μέλισσες (……………… ……………………………………………………………………….) έτρεχαν ολημερίς για να γεμίσουν την κυψέλη τους. Ώσπου μια μέρα η βασίλισσά τους πετάχτηκε (………………………………….……………………………………………………) έξω (…………………………… ……………………………………) από την κυψέλη και έβαλε ( η φωνή / Αιτιατική Πληθυντικού) ……………………………… :
- Μεγάλο Πνεύμα, δεν αντέχουμε άλλο! Είναι άδικο να φτιάχνουμε εμείς το μέλι και να το τρώει η αρκούδα. Σε λίγο έρχεται χειμώνας. Πώς θα ζήσουμε; Τι θα τρώμε,(………………………………………………………………………………………..….) όταν ξεραθούν τα λουλούδια και το χιόνι σκεπάσει ( το λιβάδι / Αιτιατική Πληθυντικού) …………………………………………………………… ;
Άκουσε τα παράπονα της βασίλισσας το Μεγάλο Πνεύμα και την ίδια στιγμή πήρε την απόφασή (………………………………………………………………………………………………………..) του. (Η μέλισσα / Ονομαστική Πληθυντικού)………………………………………. Είχαν δίκιο. Η αρκούδα έπρεπε να τιμωρηθεί.
- Πήγαινε στη φωλιά σου και πες στις μέλισσες να μην ανησυχούν .
Η αρκούδα δεν (ξανακλέβει / Μέλλοντας Συνοπτικός)……………………………………….. άλλη φορά το μέλι σας. Έτσι κι έγινε.
Η αρκούδα πήγε πάλι στη φωλιά. Μόλις έβαλε όμως το πόδι της στην τρύπα το τράβηξε (αγριεύω/ Παθητική Μετοχή)………………………………….. .
Αντί για μέλι είχε κολλήσει πάνω του ένα σμήνος θυμωμένες μέλισσες. Κάθε μια τους είχε αποκτήσει (……………………..………………………………. )ένα μυτερό κεντρί γεμάτο δηλητήριο και την τσιμπούσαν με μανία.
Η αρκούδα μούγκριζε από πόνο. Τα μάτια της , τα χείλη της, η γλώσσα ( πρήζονται / Υπερσυντέλικος) ………………………………………….Το ‘βαλε στα πόδια και ακόμα τρέχει.
Από τότε και τ’ άλλα ζώα δεν πειράζουν τις μέλισσες. Φοβούνται το κεντρί τους και δεν τις πλησιάζουν.
Από το βιβλίο της Λίτσας Ψαραύτη « ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΗΡΩΕΣ,. Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ- ΕΚΦΡΑΣΗ
Διαβάζω προσεκτικά, μια φορά μόνο , το κείμενο και απαντώ στις ερωτήσεις:
Α. Υπογραμμίζω τη σωστή απάντηση ( που είναι μία κάθε φορά)
1.Πότε έγιναν αυτά που διάβασα;
Α. Όταν οι λευκοί άνθρωποι πήγαν στην Αμερική
Β. Πριν πάνε στην Αμερική λευκοί άνθρωποι
Γ. πριν από λίγα χρόνια
Δ. Τον περασμένο χρόνο
- Ποια από τις παρακάτω φράσεις δείχνει ότι η ιστορία που διάβασες είναι παραμύθι;
Α. Το Μεγάλο Πνεύμα άκουσε τα παράπονα της βασίλισσας και τιμώρησε την αρκούδα;
Β. Η αρκούδα έφαγε το μέλι των μελισσών
Γ. Οι μέλισσες τσιμπούσαν την αρκούδα με μανία
Δ. Η μέλισσα πετούσε από λουλούδι σε λουλούδι και ρουφούσε το νέκταρ.
Β. Απαντώ με λίγα λόγια:
Ποιο ήταν το πάθημα της αρκούδας;
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..……………………………